- ναύδετον
- ναύθετον τό якорный бакен
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ναύδετα — ναύδετον ship s cable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναύδετο — το (Α ναύδετον) σχοινί τού πλοίου, το παλαμάρι νεοελλ. ναυτ. σημαντήρας που είναι μόνιμα τοποθετημένος σε λιμάνι ή σε όρμο και στον οποίο δένεται ένα πλοίο χωρίς να απαιτείται να ρίξει άγκυρα, κν. τσαμαδούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + δετόν… … Dictionary of Greek
ναύδετ' — ναύδετα , ναύδετον ship s cable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)